Κωνσταντίνος Ιωάννου Σαϊτάνης
Ετυμολογία…
Το κύριο όνομα “Κωνσταντίνος” (που με συγκοπή του –ντίνος απαντά και ως Κώστας ή Κωστής) προέρχεται από το λατ. όνομα Constantinus, το όνομα του Μεγάλου Κωνσταντίνου [που μετέφερε την Πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στη θέση που βρισκόταν η παλιά πόλη του Βυζαντίου που έκτοτε (4ος αι. μ.χ.) την ονόμασε Κωνσταντινούπολη]. Προέρχεται από τη μετοχή constans (γενική constantis) που σημαίνει “ευσταθής, σταθερός, βέβαιος», και ενδεχομένως «υπομονετικός» ή «αποφασιστικός»].
Το πατρώνυμο “Ιωάννης” (που με συνίζηση απαντά ως υποκοριστικό Γιάννης), αποτελεί εξελληνισμένη μορφή του Εβραϊκού ονόματος Γιοάναν (Ιωννάθαν) που παραδοσιακά μεταφράζεται ως “Δώρο Θεού” ή “η χάρη του Θεού”. Όμως μία πιο περιφραστική και ακριβής μετάφραση είναι «ο Θεός υπήρξε γενναιόδωρος” και διαδόθηκε λόγω της μεγάλης τιμής που αποδίδει η εκκλησία στον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Μέσω της λατινικής απόδοσης Johannes διαδόθηκε αρκετά στις Ευρωπαϊκές γλώσσες: αγγλ. John, γαλλ. Jean, γερμ. Johan, Johannes, ισπαν. Juan, ιταλ. Gianni, ρωσ. Ivan.
Για το επίθετο “Σαϊτάνης”, σε μια πρώτη διερεύνηση εντοπίστηκε έγγραφο των Αρχείων της Παλιγγενεσίας της Βουλής των Ελλήνων (Τόμος 22, Σελίδες 97-98) όπου φαίνεται ο Σαϊτάνης Παναγιώτης, να συνυπογράφει “Αναφορά των κατοίκων της Επαρχίας Γαλαξειδίου προς τη Σεβαστή Γερουσία” στις 3 8μβρίου 1831 (Ενδιαφέρον έχει και το 8μβριος στην ημερομηνία καθώς και το ότι την Αναφορά υπογράφουν: “Οἱ πολῖται και λοιποί πολίται” – το πρώτο πολῖται με περισπωμένη!)
Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης, υπάρχουν οι παρακάτω δύο εκδοχές:
Κατ’ αρχάς είναι σύνθετη λέξη αποτελούμενη από τα μέρη “Σαϊτα-” και την παραγωγική κατάληξη “-άνης”.
Το πρώτο συνθετικό Σαΐτα [ΕΤΥΜ.μεσν. < σαγίτ(τ)α < λατ. sagitta]: που σημαίνει: (α) βέλος ή δόρυ – το χαρακτηρίζει αστραπιαία ταχύτητα και αποτελεσματικότητα και (β) κερκίδα = είδος βέλους – εξάρτημα του αργαλειού, με το οποίο περνιέται -με μεγάλη ταχύτητα- το υφάδι μέσα από τις κλωστές του στημονιού: «πέρνα σαΐτα μου γοργή με το ψιλό μετάξι» (Α. Εφταλιώτης) || «και χέρια γοργογύριστα να ρίχνουν τη σαΐτα» (κάλαντα των βαΐων – βαΐτικα).
Συγγενικές λέξεις: Σαϊτεύω (στη μεσαιωνική ελληνική απαντά με δυο “τ” σαϊττεύω): σημαδεύω με τόξο, ρίχνω βέλος (μτφ.-λογοτ.) εμπνέω έρωτα σε κάποιον / χτυπώ με τα βέλη του έρωτα: του έριξε μια ματιά και τον σαΐτεψε || «σαϊτεμένο μ ’έχεις» (δημοτικό τραγούδι). Σαϊτιά (μεσαιωνική ελληνική): η εκτόξευση σαΐτας || Και του ματιού σου η σαϊτιά πύργους ξεθεμελιώνει (κάλαντα των βαΐων – βαΐτικα) || «…και ξάφνου σαϊτιά στην πλάτη το λαβώνει» (Κ. Κρυστάλλης). Σαϊτοθήκη= σαΐτα + θήκη = θήκη για σαΐτες, φαρέτρα. Σαϊτευτής: αυτός που ρίχνει ένα βέλος, ο τοξοβόλος, ο τοξότης, ο τοξευτής [ω Φοίβε, …, έριξες τη λύρα, κι έγινες σαϊτευτής (Κωστής Παλαμάς)].
Η κατάληξη “-άνης”
είναι συνήθης στα εθνικά προερχόμενα επώνυμα, και δηλώνει:
α) το «επάγγελμα» κάποιου [π.χ. Τσιουκάνης= ό κατασκευαστής τσιουκανιών, μικρών κυπριών (κουδουνιών), ή Σινάνης= ο κατασκευαστής ξίφων (sinan = λόγχη, ξίφος), Μπαξεβάνης = Ο περιβολάρης, ο κηπουρός (μπαξές = ο κήπος), κ.λπ.]
β) την «προέλευση» κάποιου από περιοχή με τοπωνύμιο που δηλώνει το πρώτο συνθετικό (π.χ. Γκουραμάνης=αυτό που προέρχεται από την περιοχή Γκούρα Φθιώτιδας, ή Τσιαμουράνης= ο καταγόμενος από την Τσιαμουριά).
Με βάση τα παραπάνω, το επίθετο “Σαϊτ-άνης” δηλώνει:
1) είτε αυτός που κατασκευάζει βέλη ή δόρατα (ή ίσως και ο τοξοβόλος) ή αυτός που κατασκευάζει σαΐτες/κερκίδες αργαλειών ή αυτό που εκτοξεύει βέλη του έρωτα και σαγηνεύει (γοητευτικός)… ή
2) είτε αυτός που κατάγεται από το όρος Σαϊτάς, που βρίσκεται μεταξύ των τεσσάρων νομών Αρκαδίας, Αχαϊας, Κορίνθου και Αργολίδας…
3) επίσης μπορεί να δηλώσει αυτον που είναι γρήγορος στην σκέψη, σαΐνη, πολύ έξυπνος…
Όλες οι εκδοχες ενδέχεται να συνδέονται με την θεά Αθηνά (θεάς της σοφίας, της γνώσης και των επιστημών -εξ ου και το έμβλημα του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών). Η Θεά Αθηνά στις διάφορες περιοχές λατρευόταν με διαφορετικά επίθετα (δες εδώ και εδώ). Στην αρχαία Αθήνα η θεά Αθηνά λατρευόταν ως Αθηνά Παρθένος, στο ναό του Παρθενώνα, ενώ στην Πελοπόννησο -επιβεβαιωμένα στην ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας- λατρευόταν ως Αθηνά Σαΐτις – που μάλλον σήμαινε η Θεά με το Δόρυ, καθώς ήταν η μόνη εκ των θεών που κρατούσε δόρυ.
Είναι πολύ πιθανό το όνομα του όρους Σαϊτάς να προέρχεται από αρχαίο τοπωνύμιο που σχετιζόταν με τη λατρεία της θεάς Αθηνάς. Από αυτό προέρχεται επίσης η λέξη “Σαΐνι“” που σημαίνει “κοφτερό μυαλό“, άτομο με γρήγορο και εύστοχη σκέψη, και αποδίδεται σε πολύ έξυπνα άτομα.
Το όνομα Σάις ή Σάϊδα, δόθηκε επίσης σε Αιγυπτιακή πόλη στης εκβολές του Νείλου, την οποία, κατά τον Διόδωρο, έχτισε η θεά Αθηνά, η οποία λατρευόταν εκεί ως Σάις ή Σάϊδα (δες εδώ, εδώ και εδώ σελ. 410) και υπήρξε εκεί μεγαλοπρεπές Ιερό αφιερωμένο σε αυτήν. Πρόκειται για το Ναό της Σάϊδος ο οποίος είχε και Ιατρική Σχολή με γυναίκες σπουδάστριες στη γυναικολογία και τη μαιευτικής. Η Σάϊδα αποτέλεσε μητρόπολη του Σαϊτικού νομού της Κάτω Αιγύπτου [θεμελιωμένη εις το Δέλτα γύρω από το οποίον κατά κορυφήν σχίζεται το ρεύμα του Νείλου (Τίμαιος: 21, Ε) – εξ ου και Σαΐτις, ομοίαζε δηλαδή με σαΐτα-βέλος] και διοικητική βάση κατά τη διάρκεια της Σαϊτικής 26ης Δυναστείας (664–525 π.Χ.). Ο Διόδωρος αφηγείται επίσης ότι η Αθηνά έχτισε τη Σάϊδα πριν από τον Κατακλυσμό που λεγόταν ότι αφάνισε την Αθήνα και την Ατλαντίδα. Ενώ όλες οι ελληνικές πόλεις καταστράφηκαν κατά τον Κατακλυσμό, οι Αιγυπτιακές πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της Σάϊδας, γλύτωσαν.
Ο Σῶγχις ο Σαΐτης (αρχαία: Σῶγχις ὁ Σαΐτης) (fl. 594 π.Χ.) ήταν ιερέας στην αρχαία Αίγυπτο, ο οποίος αναφέρεται σε ελληνικά κείμενα σχετικά με την αφήγηση της Ατλαντίδος. Ο Πλούταρχος (στο έργο του Ηθικά – Περί Ίσιδος και Οσίριδος) σε λεπτομερή αναφορά του στους Έλληνες φιλόσοφους που επισκέφτηκαν την Αίγυπτο και συμβουλεύτηκαν τους Αιγύπτιους ιερείς, και μεταξύ των άλλων αναφέρει ότι ο Σόλων ταξίδεψε στην Αίγυπτο και διδάχθηκε από τον Σώγχι τον Σαΐτη. (Δες εδώ).
Ως τοπωνύμιο απαντά στην Σάμο, όπου υπάρχουν οι παραλίες “Μικρό Σαϊτάνη” και “Μεγάλο Σαϊτάνη”, που είναι άγνωστο το πως έχουν προκύψει. Την ονομασία Σαϊττάς φέρει επίσης βουνό αλλά και οικισμός της Κύπρου (που σε μεσαιωνικούς χάρτες αναφέρεται ως Saita αλλά και Saica) όπου υπάρχει μετόχι του κοντινού μοναστηριού του Μέσα Ποταμού που έχει και εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία Σαϊττιώτισσα. Επίσης, στην Κύπρο υπάρχει ένα άθλημα που ονομάζεται “Σαΐτα” καθώς και “Παγκύπρια Ομοσπονδία Σαΐτας.
Έτσι, οι ονομασίες Σαϊτάς–Σαΐτις–Σαϊττάς–Σάϊδα φανερώνουν την πανάρχαιη διασύνδεση μεταξύ Πελοποννήσου-Κύπρου-Αιγύπτου…
Όσον αφορά στη γεωγραφική εξάπλωση του επωνύμου Σαϊτάνης, εκτός από την Ελλάδα, (δες γεωγραφική εξάπλωση και κατάλογο) αυτό έχει βρεθεί στα πολύ παλιά αρχεία της Καθολικής Εκκλησίας, 1636-1895, στην Ουγγαρία (Elisabeth Saitani, Franciscus Saitani, Antonius Saitani, Georgius Saitani), στον Κατάλογο Βαπτίσεων, 1642-1912, στην Αργεντινή (Teresa Saitani), σε Κατάλογο Βαπτίσεων Δυτικής Βιρτζίνιας, 1804-1938 (George Saitani, Mary Angeline Saitani), σε Λίστα Επιβατών στο λιμάνι Fremantle, της Δυτικής Αυστραλίας , 1897-1963, (Georges Saitanis), στην Ιαπωνία (Saitani Kaoru, Hideo Saitani, Umetarō Saitani, Yukiko Saitani, Ryo Saitani, 才谷 遼, Film Director) ως καθώς και στη Νέα Υόρκη, στον Καναδά και αλλού.
Άλλες χρήσεις
Στην Ιαπωνία υπάρχει ένα χωριό στην κομητεία Nagaoka-gun, που ονομάζεται Saitani-moura, και μια άλλη περιοχή που ονομάζεται “Saitani”, αλλά και πολή Saita town και ποταμός Saita rive στην περιφέρεια Kagawa. Saitama City είναι η πρωτεύουσα της Saitama Prefecture στην Tokyo Metropolitan Area όπου υπάρχει και το Saitama University. Υπάρχει επίσης μια Vila Saitan στο Kyoto, καθώς και μια δεύτερη φουτουριστική.
Στο Laos υπάρχει επίσης Saitani District, ενώ στο Τέξας των ΗΠΑ το όνομα Shatana σημαίνει “Mother Mountains“.
Σαΐτης, (saitis) είναι μονάδα μέτρησης υγρών = 22 ξέσται [όπου ξέστης=sextarius (plural ξέσται =sextarii) – είναι ένα Ρωμαϊκό μέτρο ποσότητας, περίπου 546 ml]
Η λέξη Saitan ή Seitan είναι επίσης μια ιαπωνική λέξη που σημαίνει τη γλουτένη του σίτου, καθώς και ένα vegan υποκατάστατο κρέατος από γλουτένη σίτου, επίσης γνωστό ως “κρέας σίτου“. Αυτό το προϊόν γλουτένης σίτου χρονολογείται από την αρχαία Κίνα και είναι δημοφιλές στην Ασία.